anclar - ορισμός. Τι είναι το anclar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι anclar - ορισμός


anclar      
Sinónimos
verbo
1) fondear: fondear, ancorar, surgir, varar, echar anclas, dar fondo
2) aferrar: aferrar, amarrar, fijar
Antónimos
verbo
Palabras Relacionadas
anclar      
verbo intrans.
1) Mar. Echar anclas.
2) Mar. Quedar sujeta la nave por medio del ancla.
verbo trans. fig.
Sujetar algo firmemente al suelo.
anclar      
anclar tr. o abs. Sujetar la nave con las anclas en el sitio donde se detiene. Ancorar, *fondear, echar el ancla [o las anclas]. Desanclar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για anclar
1. JoséLuisRodríguez Zapatero ve lograda su apuestade anclar Catalunya en elproyectoespañolydarelevancia a la relación con CiU.
2. Sobra decir que Moore no pudo anclar su paquebote en la base militar de Guantánamo.
3. En tiempos de "turbulencias", la obligación del BCE es "anclar sólidamente las expectativas de inflación para evitar una volatilidad adicional en unos mercados", afirmó.
4. Y se concentrará en "quebrar las expectativas inflacionarias, a buscar una manera eficiente de anclar los precios", contó anoche a este diario uno de sus funcionarios de confianza.
5. "Todo lo que dije estuvo completamente inspirado en la necesidad de anclar las expectativas de inflación", zanjó.
Τι είναι anclar - ορισμός